περπατώ ανάμεσα σε φίδια
μέσα στους κύκλους των κορμιών τους
πατώ στις μύτες των ποδιών
μυρίζοντας το δηλητήριο τους
μικρά –μεγάλα χονδρά και λεπτά
μα τόσο φαινομενικά αδικημένα
καταδικασμένα αιώνια
να σέρνονται δεκάδες στο χωμάτινο πάτωμα
κανένα δε με αγγίζει
μα ούτε κι εγώ
κανένα δε με δαγκώνει
ούτε κι εγώ
δραπετεύω απλά και χωρίς φόβο
από το λαδοπράσινο δάσος
έξω απ’ τον κύκλο της γιορτής
που η φυσική μου οικογένεια έχει στήσει
την τελετή του ράβδου
αλλά χρώματα, άδεια χώματα πατώ
και μια τιγρούλα σαν μεγάλη σπιτική γατούλα
να μου τρίβεται στα πόδια τώρα
μα νομίζω με παρακολουθούσε όλη αυτή την ώρα…
εφαρμόζει τη δική της ιεροτελεστία ξελογιάσματος
θέλει χάδι και παιχνίδι
με το ζεστό της τρίχωμα για στολίδι
με προκαλεί μα εγώ διστάζω
σκέφτομαι «να προσέχω»
η φύση της εξάλλου είναι άγρια
αδάμαστη και απρόβλεπτη
σαν το άλλο μου εγώ, επικίνδυνη…
παίζουμε ώρα το παιχνίδι της αναγνώρισης
να με καλεί να την εμπιστευτώ
κι εγώ να θέλω μα το χάδι μου να συγκρατώ
ώσπου ο δισταγμός μου ξαφνικά
βγαίνει απ’την έξοδο κινδύνου
δε με νοιάζει τι θα γίνει πια
το ένστικτο μου εξαπατά το φόβο μου
και βάζω τα χέρια δοκιμαστικά
μέσα στο στόμα της κλεισμένα σε γροθιά
δεν προλαβαίνω να τρομοκρατηθώ
αρχίζει να με δαγκώνει ξανά και ξανά
μα τόσο απαλά σαν χάδι
δοκιμάζει την εμπιστοσύνη μου ενώ μου δείχνει τη δική της
κι ανοίγω τα χέρια χαλαρά
χαϊδεύω την απαλή γούνα
και αφήνω να με γλύφει όπως ο σκύλος από ευγνωμοσύνη
όταν του δίνεις τροφή ή όταν του λες καλημέρα
η τίγρης δαμάστηκε το ίδιο κι ο φόβος μου
η καρδιά μου δυνάμωσε
κι εγώ της ψιθυρίζω
«φύγε τώρα όλα είναι εντάξει, γύρισε πίσω πριν να χαράξει»
μια οικεία φωνή που δεν αναγνώριζα όμως μου λέει
«για να τη διώξεις πρέπει να φύγεις εσύ
ακολούθησε το μονοπάτι που οδηγεί
εκεί που δεν έχεις ξανάπαει, ούτε κι αυτή
εκεί όπου να σε ακολουθήσει δε θα μπορεί»
άρχισα να κατηφορίζω μισοξυπνημένη
στο δρόμο που οδηγούσε σε έναν κόσμο
καινούριο και άγνωστο
έβλεπα τα φώτα του από μακριά
κι αναρωτιόμουν καθώς απομακρυνόμουν
τι μου επιφυλάσσει η μοίρα
σ’ εκείνο τον καινούριο τόπο
τι ανθρώπους θα συναντήσω
και ποια θα είμαι εγώ…
τελευταία σκηνή:
κοντοστέκομαι
κοιτάζω πίσω
ένα βήμα πριν να στρίψω…
η τίγρης είναι εκεί
διακριτικά και από απόσταση
μα με ακολουθεί