Γράμμα 3ο
Σήμερα διέσχισα την Αθήνα με το τραίνο σχεδόν από τη μια ως την άλλη άκρη της. Δεν το κάνω αυτό συχνά και ήταν μια ωραία βόλτα όπου συνάντησα όλες αυτές τις καρικατούρες ανθρώπων που έχουν τόσο ενδιαφέρον, σχεδιαστικά και όχι μόνο.
Συνάντησα κορμιά που σέρνουν με κόπο το βάρος τους κάτω απ’τον ήλιο του αποκαλόκαιρου, και άλλα πιο ανάλαφρα , ελάχιστα καλυμμένα, με αεράτα τοπ και καυτά σορτς που μοιάζουν να μη τους επηρεάζει καθόλου η κλιματική συνθήκη, λες πως ακόμη κι αν χιόνιζε ξαφνικά, τα ίδια θα φορούσαν μιας και είναι η μόδα της εποχής.
Φάνηκα χρήσιμη σ’ένα κορίτσι που ήθελε να πάει στον Πειραιά , μα την μπέρδευαν τα χρώματα των γραμμών, μπλε , πράσινη, κόκκινη και είχε αγχωθεί… Νομίζω της τα είπα σωστά μα ίσως να έκανα χαλάστρα στον κύριο απέναντι που άκουγε με προσοχή έτοιμος να επέμβει και να πιάσει κουβέντα , μα δε βρήκε την ευκαιρία…Μια κυρία με ζαρωμένο μα κατάμαυρο απ’την ηλιοθεραπεία δέρμα - ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί το ονομάζουμε θεραπεία το να ψηνόμαστε μέχρι να μοιάζουμε σαν το Μαικλ Τζακσον σε αντίστροφη πορεία - απαιτούσε από μια άλλη κυρία, που έδειχνε να θέλει να την αφήσουν σε ησυχία , να της πει αν θα κατέβουν στον ίδιο σταθμό για να είναι σίγουρη.
Ανάλογα με την περιοχή άλλαζε και η μορφή των επιβατών, μα η Ομόνοια, νομίζω τα είχε όλα. Μια κοκέτα με τσάντες απ’το κολωνάκι , μια ζητιάνα που μας είπε πως βγήκε στη Μενεγάκη, ένα τζάνκι, μια γκοθού , ο κουρασμένος, ο γραβατωμένος, ψηλοί, κοντές, ξανθοί , μελαχρινές, όλοι μαζί στον ίδιο χώρο, σαν ένα ταψί με πολιτισμικό μπριάμ, που σιγοψήνεται στο φούρνο.
Ένα αγόρι με πατίνι ξαφνικά έβγαλε το σουγιά του. Τα βλέμματα έπεσαν πάνω του, διακριτικά μα σε ετοιμότητα…Ήθελε ν’ αφαιρέσει ένα καρφάκι που παρατήρησε στο διπλανό μου κάθισμα –κάποιος ανόητος πιθανόν το έβαλε γι’αστειο… Ήμουν αρκετή ώρα μέσα στο συρμό , κάποιες στιγμές ήταν λίγο ενοχλητικό, κάποιοι βλέπεις δεν έχουν αίσθηση του χώρου που καταλαμβάνουν και κανένα έλεγχο των κινήσεων τους. Όσο για περιφερειακή όραση, ούτε συζήτηση…Σηκώθηκα απ’τη θέση μου και βρήκα ένα παράθυρο ανοιχτό. Είχαμε βγει πια στην επιφάνεια κι έτσι μπορούσα να βλέπω έξω τις γειτονιές που ελάχιστα η καθόλου έχω επισκεφτεί, ενώ με χτυπούσε στο πρόσωπο ένα δροσερό αεράκι.
Απέναντι μου, σε παρόμοια στάση με τη δική μου , με τα χέρια ακουμπισμένα σ’έναν πολύ βολικό οριζόντιο στύλο και το κεφάλι του πάνω σ’αυτά, είδα το γερο-Τζεπέτο. Μια πολύ ευγενική παππουδένια φιγούρα , με κατάλευκα μαλλιά και δάχτυλα που μόνο για καλό φαντάζεσαι πως χρησιμοποιήθηκαν. Φορούσε τις τιράντες του πάνω από το ριγέ πουκαμισάκι που ήταν ως το στέρνο ανοιχτό. Αυτό του έδινε ένα χαρακτήρα ανεμελιάς που σπάνια συναντάς σε αυτές τις ηλικίες…Τον φαντάστηκα με ψάθινο καπέλο να γυρίζει απ’το αμπέλι του και με χωριάτικη σαλάτα και κρασάκι στο μπαλκόνι , να περιμένει την υπόλοιπη οικογένεια να επιστρέψει από τα πρωινά μπάνια…Να βάζει ελαιόλαδο στη φτέρνα της εγγονής του που πάτησε αχινό και μυξόκλαιγε λίγο παραπάνω απ’το κανονικό για να κερδίσει κι άλλα χάδια απ’τον παππού. Και η γιαγιά παραδίπλα, να ετοιμάζει ένα από αυτά τα τεράστια καλοκαιρινά τραπέζια, γεμάτα από κίνηση, παιδικές φωνές και μεγαλίστικα γέλια, να του φωνάζει να τη βοηθήσει. Ναι , ναι… της απαντά, ενώ συνεχίζει την ιστορία στον εγγονό, με τον ψαρά και το γάιδαρο… Ναι , ναι… αυτό ήταν το ιδανικό σκηνικό για’αυτή τη φιγούρα.
Και τι δουλειά είχε τότε μέσα στο ιδρωμένο τραίνο? Εδώ και λίγη ώρα ξεκούραζε τα πάνω βλέφαρα στις φουσκωτές κι αφράτες σακούλες των ματιών του κι έτσι μου επέτρεπε να τον παρατηρώ και να ονειροπολώ χωρίς να γίνομαι αδιάκριτη. Μια πόρτα που άνοιξε με θόρυβο και μια φωνακλού κοριτσοπαρέα που εισήρθε, μας χάλασαν αυτή σιωπηλή συμφωνία που είχαμε , αυτός να ξεκουράζεται κι εγώ να φτιάχνω εικόνες. Μα δεν ήταν μόνο αυτό που μου το χάλασε…Άνοιξε τα μάτια του που είχαν χρώμα θαλασσί και ταιριαστό με την ιστορία μου, με κοίταξε φανερά χωρίς να με βλέπει , ξεβολεύτηκε από τη στάση του , αφήνοντας ελεύθερο στο οπτικό μου πεδίο το εσωτερικό από το ανοιχτό του πουκάμισο.
Είχε μια τομή κάθετη και βαθιά, σε διαδικασία επούλωσης, που ξεκινούσε περίπου κάτω από την κλείδα και συνέχιζε κατηφορικά μέχρι το τέταρτο κουμπί σίγουρα. Και πουφ! Το συννεφάκι μου διαλύθηκε. Το τρέιλερ της ζωής του άλλαξε μορφή. Εικόνες από χειρουργεία, νυστέρια κι αγωνία , ξεπετάχτηκαν από το πουθενά, προσπάθησα να τις διώξω μα δε νομίζω να τα κατάφερα. Γύρισε και με κοίταξε , πραγματικά αυτή τη φορά, σα να κατάλαβε τη μάχη που γινόταν στο μυαλό μου, νομίζω σήκωσε τους ώμους ελαφρά και κατέβηκε. Τον είδα να περπατά τόσο ανάλαφρα , λες κι αυτή η μικρή σιέστα ήταν γι’αυτόν το ελιξίριο της νεότητας.
Αυτή του η κίνηση και η τελευταία ματιά, με έπεισαν πως η ιστορία που έφτιαξα γι’αυτόν, δεν απείχε και πολύ από την πραγματικότητα. Ίσως το σκηνικό να μην ήταν τόσο ειδυλλιακό, όσο ο αμπελώνας που τον τοποθέτησα. Όμως η καθαρότητα των ματιών του , η ορθή αλλά χωρίς να κομπάζει στάση του σώματός του, ακόμα και το σχήμα των γραμμών της ηλικίας του … μου έλεγαν πως σίγουρα κάπου εκεί κοντά, τον περιμένουν σε ένα από αυτά τα χαρούμενα καλοκαιρινά τραπέζια, που η ουσία τους δεν είναι τόσο τα φαγητά, μα η διάθεση των ανθρώπων που συμμετέχουν.